-
1 αέλλη
ἄελλαstormy wind: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἄελλαstormy wind: fem dat sg (attic epic ionic)ἄελλαstormy wind: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αελλη
-
3 ἀέλλη
Βλ. λ. αέλλη -
4 ἀέλλῃ
Βλ. λ. αέλλη -
5 ἄελλα
ἄελλα, ἡ (ἄημι), Wind, Sturm, ὕψι δ' ἄελλα σκί. δναϑ' ὑπὸ νεφέων Iliad. 16, 374, ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν 2, 293, τοὺς δ' οὐκ ἐϑέλοντας ἄελλαι πόντον ἐπ' ἰχϑυόεντα φέρουσιν 19, 377, ἐπισπέρχουσι δ' ἄελλαι παντοίων ἀνέμων Od. 5, 304, ὑπεραέι ἶσος ἀέλλῃ Iliad. 11, 297, ἐμάρνατο ἶσος ἀέλλῃ 12, 40, ἴσαν ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13, 795; – Eur. λαμπρῶν ἄστρων, Umschwung, Hel. 1514.
-
6 ἄελλα
ἄελλα, [dialect] Ep. [full] ἀέλλη, ης, [dialect] Aeol. [full] αὔελλα Alc.125 ( αὐεοῦλλαι cod. Hsch.), ἡ,A stormy wind, whirlwind,ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ Il.13.795
;ἄελλαι παντοίων ἀνέμων Od.5.292
, 304; of dust,ὕψι δ' ἀέλλη σκίδνατο Il.16.374
, cf. 13.334; in late Prose, Olymp. in Mete.13.18.2 metaph., of any whirling motion, ὠκυδρόμοις ἀ., of an animal, E.Ba. 873;ἄστρων ὑπ' ἀέλλαισι Id.Hel. 1498
.—Cf. ἀείλη. -
7 ἀ-τάλαντος
ἀ-τάλαντος (τάλαντον, α copulat.), 1) gleichwiegend, gleich; Hom. oft, z. B. ἀτάλαντος Ἄρηι Iliad. 2, 627, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ 2, 651, ϑεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος 17, 477, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε 11, 200, ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13, 795, νυκτὶ ϑοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια 12, 463. – 2) im Gleichgewicht schwebend, Arat. 22.
-
8 ἄνεμος
ἄνεμος (ἄημι), ὁ, das Wehen, Lufthauch, Wind, von Hom. an überall; ἀργαλέων ἀνέμων ἀέλλῃ Iliad. 13, 795; πάσας ἀέλλας παντοίων ἀνέμων Od. 5, 293; ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη Iliad. 15, 626; ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν Od. 11, 400; λιγέων ἀνέμων ἀυτμένα Od. 3, 289; ἀνέμοιο ϑύελλαν Iliad. 12, 253; ἀνέμου πνοιή Od. 6, 20; πνοιῇς ἀνέμοιο Iliad. 12, 207; πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων 17, 56; τὸν δ' οὔ ποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων 2, 397. Uebertr., ἐχϑίστων ἀνέμων ῥιπαί Soph. Ant. 137, vom Grimme des Wuth schnaubenden Kriegers; δοῦναί τι ἀνέμοις, etwas in den Wind schlagen, Ap. Rh. 1, 1334. – Eupol. B. A. 13 ἄνεμος καὶ ὄλεϑρος ἄνϑρωπος, ein windiger Mensch.
-
9 αελλα
эп.-ион. ἀέλλη ἥ1) вихрь, буря, ураган Hom., Plut.2) быстрое кружение, вращение(ἄστρων Eur.)
ὠκυδρόμοις ἀέλλαις θρώσκειν Eur. — (о молодом олене) кружиться бешеными прыжками -
10 ανεμος
ἀνέμων ἀέλλη Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. — вихрь, буря;
κατ΄ ἄνεμον καὴ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. — плыть по ветру и по течению;οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. — душевные бури -
11 σκίδνημι
σκίδνημι, collat. form of σκεδάννυμι (q.v.),II mostly [voice] Pass. σκίδναμαι, only [tense] pres. and [tense] impf., to be spread or scattered, disperse, freq. of a crowd or assembly, ;ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι Od.1.274
;ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος Il.19.277
; ;σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος Od.2.252
; ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ' ἕκαστος ib. 258; of foam or spray,ὑψόσε δ' ἄχνη σκίδναται Il.11.308
; of a cloud of dust, ; of a stream,ἀνὰ κῆπον ἅπαντα σκίδναται Od.7.130
; alsoὀδμὴ σκίδνατο h.Cer. 278
;ὂψ σκιδναμένη Hes.Th.42
;σκιδναμένα Simon.41
codd.Plu. (f.l. for κιδν-); σκιδναμένης ἐν στήθεσιν ὀργῆς f.l. in Sapph.27; σκιδναμένης Δημήτερος, i.e. at seedtime, in spring, Orac. ap. Hdt.7.142; ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ as the sun began to spread his light, i.e. soon after sunrise, Id.8.23; in Hp. of an odour, to be dissipated, Loc.Hom.2; of the distribution of τὸ πνεῦμα through the system, Morb.Sacr.7; also of the pupils, to be dilated,αἱ κόραι σκίδνανται Id.Int.48
= Dieb.Judic.3; elsewh. rare in Prose, Thphr. Sens.55,56;εὐωδία ἐκ πηγῆς -αμένη Plu.2.941f
(not found in good [dialect] Att., except compd. ἀποσκίδναμαι in Th.6.98).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίδνημι
-
12 ἀείλη
-
13 ἄνεμος
A wind,πέτετο πνοιῇ ἀνέμοιο Il.12.207
;ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13.795
;ὦρσεν.. ἀνέμοιο θύελλαν 12.253
;ἀνέμοιο.. δεινὸς ἀήτης 15.626
, cf. 14.254;ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.407
, etc.;ἀνέμων πνεύματα Hdt.7.16
.ά, E.HF 102;ῥιπαί S.Ant.137.930
(both lyr.); ; ; ;ἀνέμων φθόγγος Simon.37.10
; ἀνέμου κατιόντος μεγάλου a gale having come on, Th.2.25; ἀνέμου ἐξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Eup.320; ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς the wind being set in the north, Th.6.104; ἀνέμοις φέρεσθαι παραδιδόναι τι cast a thing to the winds, E.Tr. 419, cf. A.R.1.1334; κατ' ἄνεμον στῆναι stand to leeward, Arist.HA 541a26, cf. Plu.2.972a; κατ' ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι ib.979c: metaph., ἄνεμος.. ἄνθρωπος 'unstable as the wind', Eup.376; φέρειν τιν' ἄρας (sic l.) ἄ. a very wind to carry off, Antiph.195.5 ([place name] Lobeck); ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις try to catch the wind, and ἀνέμῳ διαλέγεσθαι talk to the wind, Zen.1.38; ἀνέμους γεωργεῖν 'plough the sands', ib. 100.2 cardinal point, quarter,ἐκ τῶν τεσσάρων ἀ. LXXZa.2.6
, Annales du Service19.40 (Theadelphia, 93 B.C.), Ev.Matt.24.31, al., Vett.Val. 140.6, PFlor.50.104: sg., ib.20.19 (ii A.D.); aspect,POxy.
100.10 (ii A.D.). -
14 ὀρίνω
Aὄρ- Il.24.760
, al.:—[voice] Med., [tense] aor.ὠρίνατο B. 12.112
:—[voice] Pass., [tense] impf.ὠρίνετο Od.18.75
: [tense] aor. ὠρίνθην, [dialect] Ep.ὀρ- Il.5.29
,al.: (cf. ὄρνυμι):—[dialect] Ep. Verb (used by Epicr.11.36, Arist.Pr. 947b32), stir, raise, ;[ἀέλλη] πόντον ὀρίνει 11.298
, cf. Od.7.273 ;πάντα δ' ὄρινε ῥέεθρα Il.21.235
: mostly metaph., stir, move, excite,θυμὸν ὀρίνειν Od.4.366
;θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀ. Il.2.142
; μνηστῆρας ὀρίνων driving them wild with fear, Od.24.448 ;ἦτορ ἐν στήθεσσιν ὄρινε 17.47
; ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος ib. 216 ; alsoγόον Il.24.760
;ὀρυμαγδόν 21.313
;Κύπριν Ps.-Phoc.3
;φρένας οἶνος ὀρίνει AP15.9
([place name] Cyrus):—[voice] Pass., to be stirred, roused, Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός his heart was troubled within him, Od.18.75 ;ὀρίνθη θυμός Il.18.223
; driven in flight,11.521
, cf. 525 ; affrighted,Od.
22.23 ;ὀρινόμενοι Pi.Fr. 208
;οὐδὲν ὀρινθείς Epicr.11.36
; ([place name] Athens). -
15 ὕψι
ὕψῐ, Adv.A on high, aloft,ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140
; ὕ. βιβάς ib. 371;Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155
, cf. Od.16.264;ἴρηξ.. ἀηδόνα.. ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op. 204
; ἐμάχοντο.. ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387;ὕ... ἀέλλη σκίδνατο 16.374
;ὕ... ὁρμίσσομεν
out at sea,14.77
. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.) -
16 ἄελλα
Grammatical information: f.Meaning: `stormwind' (Il).Other forms: ἀέλλη Π 374Dialectal forms: Aeol. αὔελλαEtymology: Cf. θύελλα. Derivation fron the root of ἄημι, * h₂ueh₁-, is impossible. W. awel f. `wind' requires * h₂eu-el-, from which the Greek form can also be derived: *ἀϜελ-ι̯α. ( ἀείλη πνοή H. does not fit in.)See also: ἀέτμονPage in Frisk: 1,24-25Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄελλα
См. также в других словарях:
ἀέλλη — ἄελλα stormy wind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέλλῃ — ἄελλα stormy wind fem dat sg (attic epic ionic) ἄελλα stormy wind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek